χρήϊα

χρήϊα
τὰ, Α
(κρητ. τ.) βλ. χρέος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χρηΐα — ἡ, Α (κρητ. τ.) βλ. χρεία …   Dictionary of Greek

  • χρεία — η, ΝΜΑ, και χρειά Ν, και ιων. τ. χρείη και αιολ. τ. χρήα και χρέα και κρητ. τ. χρηΐα Α 1. ανάγκη, επιτακτικός λόγος (α. «αν η χρεία τό καλέσει» αν παραστεί ανάγκη β. «καὶ μὴ χρείᾳ πολεμῶμεν», Σοφ.) 2. στέρηση, έλλειψη, ένδεια, φτώχεια (α. «δεν… …   Dictionary of Greek

  • χρέος — ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῑος και χρῆος και αττ. τ. χρέως και βοιωτ. τ. χρίος και αρκαδ. τ. πληθ. χρήατα και κρητ. τ. πληθ. χρήϊα, τὰ, Α κάθε οφειλή σε χρήμα, σε είδος ή σε υπηρεσία νεοελλ. 1. (νομ.) η παροχή, στο πλαίσιο μιας ενοχικής σχέσης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”